παραχαρακτάς — παραχαρακτά̱ς , παραχαρακτής counterfeiter masc acc pl παραχαρακτά̱ς , παραχαρακτής counterfeiter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PARACHARAXIMA Pecunia — Cassiano Collat. 1. c. 20. 21. et 22. pecunia est adulterina et falsâ cusione formata. Ita enim is c. 20. sive cum paracharaximis nos conatur illudere. Et c. 21. Paracharaximo scilicet nomismate, dum in illo veri Regis imaginem veneratur, parum… … Hofmann J. Lexicon universale
καλπουζάνος — ο, θηλ. καλπουζάνα 1. αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, κιβδηλοποιός, πλαστογράφος, παραχαράκτης 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος δόλιος, απατεώνας, ασυνείδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazan] … Dictionary of Greek
κιβδηλοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, παραχαράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίβδηλος + ποιός (< ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
παρασφραγιστής — ὁ, Α [παρασφραγίζω] παραχαράκτης σφραγίδων … Dictionary of Greek
παρατρωτής — ὁ, Α [παρατιτρώσκω] διαστροφέας, διαστρεβλωτής, παραχαράκτης … Dictionary of Greek
παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… … Dictionary of Greek
περιγραφεύς — έως, ὁ, Α 1. αυτός που περιγράφει, που σημειώνει κάτι ολόγυρα, που προσδιορίζει ή οριοθετεί κάτι 2. απατεώνας, παραχαράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιγραφή + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
κιβδηλοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κάλπικα νομίσματα, παραχαράκτης: Κατηγορήθηκε για κιβδηλοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)